Μουσικά μαθήματα Διάλεξε το όργανο που σου αρέσει και μάθε περισσότερα
Είναι ένα σόλο μουσικό όργανο, που ανήκει στην κατηγορία των πλητροφόρων οργάνων. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης.
Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Υπάρχουν δύο μοντέλα πιάνου: το όρθιο και το πιάνο με ουρά. Οι δύο αυτοί τύποι παρουσιάζουν τα ίδια ουσιώδη μέρη. Όσον αφορά τη λειτουργία του πιάνου πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί "χτυπιέται" από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Το πληκτρολόγιο του πιάνου αποτελείται από 88 πλήκτρα που σημαίνει 7 και 1.4 οκτάβες.
Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και τρία πεντάλ κάτω στο κέντρο στο ύψος του πέλματος. Το δεξί πεντάλ που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο. Το αριστερό πεντάλ στα πιάνα με ουρά, μετακινέι το πληκτρολόγιο προς τα δεξιά και το "σφυρί" κτυπά δύο από τις τρεις χορδές. Έτσι το ηχητικό αποτέλεσμα είναι ένας αδύνατος ήχος. Στα όρθια πιάνα με το αριστερό πεντάλ μετακινείται προς τα εμπρός ολόκληρο το κάθετο σύστημα των "σφυριών" που βρίσκονται απέναντι στις χορδές, έτσι μειώνεται η διαδρομή και συνεπώς η ένταση του "κτυπήματος". Το μεσαίο πεντάλ στα πιάνα με ουρά, παρατείνει τον ήχο σε μεμονωμένες νότες με πρκαθορισμένη "διαγωγή". Ένώ στα όρθα πιάνα, παρεμβάλλει μια τσόχα μεταξύ των σφυριών και των χορδών και έτσι ο ήχος μειώνεται περίπου στα 60-70%.
Εάν όλες οι περιοχές της Ελλάδας έχουν να επιδείξουν πλούσιο υλικό από Δημοτική Μουσική και Τραγούδια, η Ήπειρος κατά κοινή ομολογία όλων, ξεχωρίζει ιδιαίτερα σ' αυτόν τον τομέα. Τα ηπειρωτικά τραγούδια διακρίνονται και διά την ποικιλίαν των καθώς και διά την εκφραστικότητά των. Το κύριον όργανον που ερμηνεύει τα Δημοτικά μας Τραγούδια είναι αναμφισβήτητα το Κλαρίνο. Το κλαρίνο όμως είναι όργανο Ευρωπαϊκό. Πώς επεκράτησεν; Ποιοί ήταν οι πρώτοι Κλαριτζήδες; Ποια είναι η Ιστορία του; Να ποια είναι τα ερωτήματα που αμέσως περιληπτικά θα απαντήσουμε:
Το Κλαρίνο ανήκει εις την κατηγορίαν των Πνευστών Οργάνων. Είναι όμως ο Αυλός το αρχαιότατον όργανον αυτής της κατηγορίας, που αναφέρεται εις την ΙΛΙΑΔΑ του Ομήρου γραφείσα περί το 850 π.Χ. που αποτελεί το πρώτο βιβλίο της Ελληνικής ιστορίας αλλά και το πρώτο βιβλίο και της ανθρωπότητας συνάμα. Πρώτος εξερευνητής του Αυλού φέρεται ο Παν κατά την αρχαιότητα, ο οποίος αφού συνάρμοσε 7-9 καλάμια κατασκεύασε το αποκαλούμενον από αυτόν «Σύρριγξ του Πανός». Ο Παν ήτο ο αρχαίος Θεός των ορέων και των δασών, των απόκρημνων βράχων των βαθυσκιών κοιλάδων και των απόκρυφων σπηλαίων.
Είδη Αυλών ήσαν ο Μόναυλος ή Μονοκάλαμος, ο άσκαυλος (ασκί-αυλός κοινώς Γκάιντα) ή Πλαγίαυλος ο οποίος έφερε και γλωσσίδα και ο Δίαυλος που αποτελείτο από δυο παράλληλους Αυλούς. Την επί των Αυλών αρμονίαν εφήρμοσεν πρώτος ο εκ Θηβών Πρόναος τον τρίτον π.Χ. αιώνα κατά τον Ιστορικόν Παυσανίαν, «πρώτος επενόησεν αυλούς Πρόναος εις άπαν αρμονίας έχοντας επιτηδείως πρώτος δε διάφορα ες τοσούτον μέλη υπ' αυτοίς ηύλησε τοις αυλοίς».
Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι το 1690 μ.Χ. εις την κατηγορίαν των πνευστών οργάνων είχε επικρατήσει ο Αυλός με διάφορες παραλλαγές και επαίζετο από τους μουσικούς που ονομάζονταν Αυλητές αν ήσαν άνδρες και Αυλητρίδες αν ήσαν γυναίκες. Παραλλαγές αυλού ήσαν η Φλογέρα, η Τσαμπούνα, η Πίπιζα, η Τζαμάρα, η Γκάιντα και άλλα.
Το έτος 1690 εμφανίζεται το Κλαρίνο ή Ευθύαυλος όπως λέγεται στην ελληνική γλώσσα. Εφευρέτης του κλαρίνου φέρεται να είναι ο Γερμανός Ιωάννης Χριστόφορος Ντέννερ από τη Νυρεμβέργη. Η εφεύρεσή του ήταν αποτέλεσμα επεξεργασίας που έκανε επάνω στο γαλλικό μουσικό όργανο που ονομάζετο Chalumeau. To όργανο αυτό το Chalumeau σύμφωνα με πηγές από τις γαλλικές εγκυκλοπαίδειες είναι λέξη ελληνική. Και το Chalumeau είναι η λέξη Κάλαμος. Ο Κάλαμος δε ήτο όργανον μουσικόν της οικογενείας των Αυλών και αυτός. Να λοιπόν που και το κλαρίνο έχει κάποιες ρίζες ελληνικές.
Στην ουσία όμως είναι ευρωπαϊκή επινόηση που έκανε ο Γερμανός Ντέννερ και αφού συμπληρώθηκε από τους Στάντλερ, Μύλλερ και το Γάλλο Κλοζέ (1730), κατέληξε στο σημερινό ωραίο όργανο. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι αν και το κλαρίνο ανακαλύφθηκε το 1690, δεν επεκράτησε αμέσως ως όργανο εις την Ευρώπη. Εσυνηθίζετο η χρήσις του Chalumeau και πρέπει να φθάσουμε μέχρι το έτος 1750, για να βρούμε κλαρίνα να παίζουν σε ευρεία κλίμακα στις ευρωπαϊκές Συμφωνικές Ορχήστρες. Εις ό,τι αφορά την χώρα μας τα πράγματα εβράδυναν ακόμη πιο πολύ.
Πότε και πώς όμως εμφανίστηκε στην Ελλάδα και συνδέεται τόσο αρρήκτως με την ελληνική δημοτική μουσική μας; Απάντηση ιστορική με το πως εισήχθη εις την Ελλάδα δεν υπάρχει. Είναι όμως αναμφισβήτητα αληθές ότι τα πρώτα κλαρίνα παίχτηκαν στην Ήπειρο και μάλιστα στα Σεράγια και τα Χαρέμια των Πασσάδων των Μπέηδων και των Αγάδων από Έλληνες μουσικούς που ονομαζότανε με μια λέξη Κουμπανία. Βιολί, λαούτο, ντέφι με αρχηγό τον κλαριτζή ήταν τα μέλη της κουμπανίας. Επαίζετο επίσης και εις τους ελληνικούς γάμους.
Πριν όμως εμφανιστεί το κλαρίνο ως όργανο κατά τις διασκεδάσεις και τους γάμους, αρχικά επαίζετο στην Ήπειρο στις στρατιωτικές μπάντες, δηλαδή στις στρατιωτικές φιλαρμονικές.
Πρέπει όμως να κυριολεκτίσουμε. Και πρέπει να ειπούμε ότι τα πρώτα κλαρίνα ακούστηκαν στο Σεράι του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Πηγή αυτής της θέσεως μας την παρέχει έμμεσα ο Γάλλος ιστορικός Φραγκίσκος Πουκεβίλ ο οποίος ήτο Πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα από το 1805 έως το 1815. Κατά τους πολυάριθμους διαλόγους που είχε με τον Αλή Πασά, ο Αλή Πασάς, όπως ο ίδιος του αποκαλύπτει και του λέγει, ήτο μουσικός και έπαιζε Λύρα. Η σχετική παράγραφος που επιβεβαιώνει τούτο είναι η εξής, από το πολυσέλιδον και πολύκροτο έργον του, Παλιγγενεσία της Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε εις το Παρίσι και εις την γαλλική γλώσσα το 1825, με τίτλο Regeneration de la Grece:...et guand j' allais aux noces de mes amis, j' etais le premier joueur de lyre de cent lieues a la ronde; j' aurais defie les plus habiles a la danse, a la lutte; mais ce temps ne reviendra plus, etuje n' apercois a lʼ autre bout de L· vie que des chagrins de familla, des orages, et qui sait?......και όταν πήγαινα στο γάμο των φίλων μου, ήμουν ο πρώτος οργανοπαίχτης της Λύρας που ακουγότανε σε εκατό χιλιόμετρα, οι καλλίτεροι χορευταί απόφευγαν να τα βάλουνε μαζί μου καθώς και οι πιο καλοί παλαιστές. Αυτοί δε οι καιροί δυστυχώς δεν ξανάρχονται ποτέ και σήμερα δεν βλέπω παρά μόνο καημούς, θύελλες και ποιος ξέρει τι άλλο...;
Η ιστορική πηγή αυτή του Πουκεβίλ αφ' ενός, αφ' ετέρου δε οι άριστες και μεγάλες εμπορικές συναλλαγές που είχεν ο Αλή Πασάς με την Ευρώπη (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία) εδραιώνουν την θέσιν μας, την Ήπειρον ως πρωτοπόρος του κλαρίνου και την καθιστούν ακράδαντον.
Μετά την Ήπειρο, που ως χρονολογία εμφανίσεως του πρέπει να δώσουμε λίγο πριν το 1800, το κλαρίνο διοχετεύτηκε στην Θεσσαλία, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Θράκη. Στην Αθήνα, σύμφωνα με τις αξιόλογες έρευνες επί του κλαρίνου της συγγραφέως Δέσποινας Μαζαράκη, ήτανε όχι μόνο άγνωστο το κλαρίνο και ασύνηθες, αλλά η χρήσις του ήτο απαγορευμένη μάλιστα μέχρι το 1925. Σήμερα αυτό ασφαλώς φαίνεται απίστευτο αλλά έτσι είχαν τα πράγματα. Κατά συνέπεια οι εικασίες ορισμένων συγγραφέων ότι το κλαρίνο εισήχθη εις την Ελλάδα εξ Ανατολών δηλαδή από την Τουρκία δεν ευσταθούν. Αυτή η εικασία θα ητο αληθής εις περίπτωσιν που το κλαρίνο ήτο διαδεδομένο εις τις περιοχές μας που γειτνιάζουν με την Τουρκία, ήτοι Θράκη, Νησιά Αιγαίου, Κρήτη και Κύπρος. Σ' αυτές τις περιοχές όπως προείπαμε ακόμη και σήμερα το κλαρίνο είναι άγνωστο.
Η εξ ανατολών θεωρία της εισαγωγής του κλαρίνου κατά συνέπεια δεν έχει ουδεμία βάση και καταπίπτει.
Στη Θράκη αλλά και στη Μακεδονία, τα πρώτα μουσικά όργανα που εχρησιμοποιούντο ήταν η γκάιντα (ο αρχαίος άσκαυλος) και τα δυο "ιερά" όργανα των Αναστενάρηδων, ήτοι η παλιά αχλαδόσχημη Λύρα με το νταούλι. Στα νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και Κύπρο επικρατούσε το βιολί και η λύρα. Το κλαρίνο και σήμερα ακόμη εκεί είναι σχεδόν άγνωστο. Παράλληλα πρέπει να αναφερθούμε ότι ο πιο αντιπροσωπευτικός χορός της Ελλάδας, δηλαδή ο τσάμικος χορός έχει ως πατρίδα την Ήπειρο. Πρωτοξεκίνησε από την Θεσπρωτία κοινώς Τσαμουριά, όπου Τσάμικο, ήταν το είδος χορού που χορευότανε από τους Θεσπρωτούς ή Τσάμηδες όπως τους ονομάζαμε παλαιότερα. Τοιουτοτρόπως παρατηρούμε ακούγοντας τα ηπειρωτικά κλαρίνα να είναι πιο ηδύλαλα, γιατί έχουν μεγαλύτερο βάθος παίζοντας συχνά σε χαμηλές μουσικές κλίμακες πράγμα που δεν απαντάται ούτε στα ρουμελιώτικα ούτε στα πελοποννησιακά κλαρίνα.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ στη σχολή μας
Στη σχολή μας διδάσκονται τα θεωρητικά μαθήματα της μουσικής που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα Υποχρεωτικά και τα Ανώτερα μαθήματα.
1.Υποχρεωτικά μαθήματα λέγονται τα μαθήματα που πλαισιώνουν το ειδικό μάθημα στο όργανο ή στα Ανώτερα θεωρητικά. Τα μαθήματα αυτά είναι για την ολοκλήρωση του επαγγελματία μουσικού, παιδαγωγού ή σολίστ και είναι υποχρεωτικά για την απόκτηση Πτυχίου ή Διπλώματος.
- Τα μαθήματα αυτά είναι:
- Θεωρία
- Αρμονία
- Σολφέζ
- Διδασκαλία
- Μουσική Δωματίου
- Prima Vista
- Ιστορία της Μουσικής
- Μορφολογία
- Οργανογνωσία
- Χορωδία
- Ορχήστρα
2. Ανώτερα μαθήματα είναι τα μαθήματα που αφορούν στην εκμάθηση του ύφους της μουσικής ανά τις μουσικές περιόδους.
Τα μαθήματα αυτά είναι:
- Ωδικής
- Ειδικό Αρμονίας
- Ενοργάνωσης
- Αντίστιξη
- Φούγκα
- Σύνθεση
Επίσης στη σχολή μας διδάσκεται η Αγγλική Θεωρεία Grade 1-8 όπως και τα Aural Tests.
Ακόμα προετοιμάζουμε μαθητές για τις προεισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του Εξωτερικού.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ μάθετε ελαφρύ ή κλασικό
ΕΛΑΦΡΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Δυτικότροπο ή ευρωπαϊκό τραγούδι, παιδί ή ανίψι της καντάδας και της λαοφιλούς επιθεώρησης, ξαδέρφι της οπερέτας, το ελαφρό ή ελαφρύ τραγούδι τελικά δεν ήταν πάντα τόοοσο ελαφρύ… θα μου πείτε, τι εννοούμε με το όρο ελαφρό και ποιός είχε την έμπνευση να το βαφτίσει έτσι; οι ελαφροί ας τα λέγουν ελαφρά, θα έλεγε ο Καβάφης …
Ίσως τα πράγματα να είναι λιγότερο μπερδεμένα, αν προσεγγίσουμε το ελαφρό τραγούδι σαν την άλλη όψη του έργου τέχνης, π.χ. του κλασικού, ενώ παράλληλα, εκ του όρου και μόνον «ελαφρό», διαφοροποιείται αυτό το είδος από άλλα, όπως από το παραδοσιακό τραγούδι. Ασφαλώς δεν παραβλέπουμε ότι όπως το κλασικό δεν αρνήθηκε σε εκατοντάδες περιπτώσεις την επιρροή από τις παραδοσιακές μουσικές, έτσι και το ελαφρό δανείστηκε και υιοθέτησε στοιχεία και δόμησε (ανάλογα το δικό του αυτογενές χαρακτηριστικό και την προσωπικότητα του συνθέτη του) την εκφραστική του στόχευση.
Με το ελαφρό τραγούδι ασχολήθηκαν δημιουργοί με μουσική παιδεία, μεγάλη ευαισθησία, επηρεασμένοι από ευρωπαϊκές αισθητικές σχολές, κυρίως από τη γαλλική και την ιταλική, αλλά και τυχάρπαστοι ή… τυχαίοι. Και τι μ’ αυτό;
Το ελαφρό τραγούδι είναι το ελληνικό τραγούδι μιας ελληνότροπης παραλλαγής,πάντως μάλλον χρήσιμης, της αυθεντικής μπελ-επόκ.
ΚΛΑΣΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Η μονωδία είναι το μάθημα της φωνητικής εκγύμνασης. Ονομάζεται αλλιώς και λυρικό ή κλασικό τραγούδι προσδιορίζοντας έτσι σαφέστερα το είδος του τραγουδιού το οποίο διδάσκεται και το οποίο εκτείνεται από την προκλασσική περίοδο ως την όπερα και την νεότερη «λόγια» μουσική.
Ο όρος μονωδία επικράτησε στην αρχαίο ελληνικό δράμα ως ωδή για μία φωνή, η οποία πολύ συχνά έπαιρνε τη μορφή του θρήνου. Στη μουσική, ως μονωδία ορίζουμε συγκεκριμένο στυλ, όπου μία φωνή φέρει την κυρίως μελωδία του μουσικού κομματιού και εξέχει από τις υπόλοιπες, οι οποίες, διαμορφώνοντας το αρμονικό περιβάλλον, κατέχουν συνοδευτικό ρόλο. Ο όρος μονωδία πρωτοεμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως απάντηση στο αντιστικτικό (συνδυασμός περισσότερων από δύο κύριων μελωδικών γραμμών που κινούνται παράλληλα) ύφος μουσικής γραφής, όπως το μαδριγάλι και το μοτέτο. Συχνά συγχέεται με τον όρο Μονοφωνία (η ύπαρξη μίας και μοναδικής μελωδικής γραμμής).
Τα μαθήματα μονωδίας στη μουσική εκπαίδευση αφορούν το κοινώς αποκαλούμενο “λυρικό” ή “κλασσικό” ή “λόγιο” τραγούδι, με εύρος ρεπερτορίου που εκτείνεται από τον 16ο αιώνα μέχρι και σήμερα, και τεχνική που εξελίσσεται στο χρόνο, ακολουθώντας της απαιτήσεις του εκάστοτε μουσικού ρεύματος. Τα μαθήματα μονωδίας διεξάγονται κυρίως με τη συνδρομή του πιάνου, που, ως διαδεδομένο πολυφωνικό όργανο, διαμορφώνει το αρμονικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται και ερμηνεύει η ανθρώπινη φωνή.
Μια βασική κατηγοριοποίηση της ανθρώπινης φωνής αφορά το φύλο, την έκταση και το ηχόχρωμα. Έτσι, λοιπόν, έχουμε την υψίφωνο ή soprano (ψηλή γυναικεία φωνή), τη μεσόφωνο ή contralto (χαμηλή γυναικεία φωνή), τον οξύφωνο ή tenoro (ψηλή ανδρική φωνή) και το βαθύφωνο ή basso (χαμηλή ανδρική φωνή). Αντίστοιχα, σε κάθε βασική κατηγορία φωνής, και λαμβάνοντας υπόψιν επιπρόσθετους παράγοντες που διαμορφώνουν το ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα κάθε φωνής (τονικό και ερμηνευτικό εύρος, κέντρα κ.λ.π.), έχουμε υποκατηγορίες (π.χ.soprano leggiera, δραματική mezzo-soprano, λυρικός τενόρος, μπασσο-βαρύτονος, κ.λ.π). Η ανθρώπινη φωνή είναι το μουσικό εκείνο όργανο που μπορεί να εκφράσει καλύτερα από κάθε άλλο το ανθρώπινο συναίσθημα, γι' αυτό το λόγο και το ρεπερτόριο είναι ιδιαίτερα ευρύ. Από θρησκευτικά ορατόρια μέχρι όπερες, η ανθρώπινη φωνή κατέχει εξέχουσα θέση στις επιλογές των εκφραστικών μέσων των συνθετών ανά τους αιώνες.